- στολή
- η1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο.2. στολίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek
στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖς — στολή equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)